- περίκλ(ε)ιτρον
- τὸ, Ακάλυμμα κλίνης, περίστρωμα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + θ. κλι- τού κλίνω + επίθημα -τρον. Ο τ. περί-κλειτρον έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω* (πρβλ. κλ[ε]ιτύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.